γαμηλιώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαμηλιώτης οι γαμηλιώτες
      γενική του γαμηλιώτη των γαμηλιωτών
    αιτιατική τον γαμηλιώτη τους γαμηλιώτες
     κλητική γαμηλιώτη γαμηλιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαμηλιώτης < γαμήλι(ος) + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαμηλιώτης αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πολίτης, Νικόλαος Γ., Λαογραφικά σύμμεικτα, 1931, σελ. 251
  2. 2,0 2,1 Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου, τόμος 1-4, 1939, σελ. 125

Πηγές[επεξεργασία]