Μετάβαση στο περιεχόμενο

γαμιέμαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαμιέμαι <

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣaˈmɲe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαμιέμαι

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

γαμιέμαι, πρτ.: γαμιόμουν, στ.μέλλ.: θα γαμηθώ, αόρ.: γαμήθηκα, μτχ.π.π.: γαμημένος

 δείτε γαμάω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]