γαμικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαμικός η γαμική το γαμικό
      γενική του γαμικού της γαμικής του γαμικού
    αιτιατική τον γαμικό τη γαμική το γαμικό
     κλητική γαμικέ γαμική γαμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαμικοί οι γαμικές τα γαμικά
      γενική των γαμικών των γαμικών των γαμικών
    αιτιατική τους γαμικούς τις γαμικές τα γαμικά
     κλητική γαμικοί γαμικές γαμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαμικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

γαμικός

  1. ο σχετικός με το γάμο
  2. ο σαρκικός, ο σχετικός με την ερωτική επαφή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαμικός < γάμος

Επίθετο[επεξεργασία]

γαμικός, ή, όν

  1. ο σχετικός με το γάμο
  2. ο σαρκικός, ο σχετικός με την ερωτική επαφή