γαμοπίλαφο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαμοπίλαφο τα γαμοπίλαφα
      γενική του γαμοπίλαφου των γαμοπίλαφων
    αιτιατική το γαμοπίλαφο τα γαμοπίλαφα
     κλητική γαμοπίλαφο γαμοπίλαφα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαμοπίλαφο < γάμος + πιλάφι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαμοπίλαφο ουδέτερο

  • πιάτο με πιλάφι, μαγειρεμένο σε ζωμό κατσικιού / αρνιού που σερβίρεται παραδοσιακά σε γάμους στην Κρήτη, αλλά και σε εστιατόρια ως τοπική σπεσιαλιτέ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]