γαμψοδακτυλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαμψοδακτυλία θηλυκό
- (ιατρική) η παραμόρφωση των δακτύλων, ώστε να φαίνονται γαμψά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαμψοδακτυλία
|