γαμψώνυχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαμψώνυχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαμψώνυχος < γαμψός + ὄνυξ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣamˈpso.ni.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γαμ‐ψό‐νυ‐χος
Επίθετο[επεξεργασία]
γαμψώνυχος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαμψώνυχος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ γαμψώνυχος | τὸ γαμψώνυχον | οἱ, αἱ γαμψώνυχοι | τὰ γαμψώνυχα |
Γενική | τοῦ, τῆς γαμψωνύχου | τοῦ γαμψωνύχου | τῶν γαμψωνύχων | τῶν γαμψωνύχων |
Δοτική | τῷ, τῇ γαμψωνύχῳ | τῷ γαμψωνύχῳ | τοῖς, ταῖς γαμψωνύχοις | τοῖς γαμψωνύχοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν γαμψώνυχον | τὸ γαμψώνυχον | τοὺς, τὰς γαμψωνύχους | τὰ γαμψώνυχα |
Κλητική | γαμψώνυχε | γαμψώνυχον | γαμψώνυχοι | γαμψώνυχα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | γαμψωνύχω | |||
Γενική-Δοτική | γαμψωνύχοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαμψώνυχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαμψώνυχος < γαμψός + ὄνυξ ὀνυχ- + -ος με ωμέγα (συνθετική έκταση)
Επίθετο[επεξεργασία]
γαμψώνυχος, -ος, -ον
- που έχει γαμψά νύχια, γαμψώνυχος (για πουλιά)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- γαμψῶνυξ (ουσιαστικό, αρσενικό ή θηλυκό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- γαμψώνυχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)