γαμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γαμῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαμώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γαμῶ → και δείτε τη λέξη γαμάω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣaˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐μώ
τονικό παρώνυμο: γάμο

Ρήμα[επεξεργασία]

γαμώ

Εκφράσεις[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη γαμάω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]