γανωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γανωμένος η γανωμένη το γανωμένο
      γενική του γανωμένου της γανωμένης του γανωμένου
    αιτιατική τον γανωμένο τη γανωμένη το γανωμένο
     κλητική γανωμένε γανωμένη γανωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γανωμένοι οι γανωμένες τα γανωμένα
      γενική των γανωμένων των γανωμένων των γανωμένων
    αιτιατική τους γανωμένους τις γανωμένες τα γανωμένα
     κλητική γανωμένοι γανωμένες γανωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γανωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γανώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

γανωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]