γαρή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | γαρή | γαρίδες |
γενική | γαρής | γαριδίων |
αιτιατική | γαρήν | γαρίδες |
κλητική | γαρή | γαρίδες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαρή < (άμεσο δάνειο) τουρκική karı (γυναίκα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαρή θηλυκό
- η γυναίκα