γαρνίρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαρνίρισμα < γαρνίρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαρνίρισμα ουδέτερο
- διακόσμηση φαγητού με γαρνιτούρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαρνίρισμα
|