γαρνιτούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαρνιτούρα οι γαρνιτούρες
      γενική της γαρνιτούρας
    αιτιατική τη γαρνιτούρα τις γαρνιτούρες
     κλητική γαρνιτούρα γαρνιτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαρνιτούρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαρνιτούρα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]