γαστήρ
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| γαστηρ- γαστερ- γαστρ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | γαστήρ | αἱ | γαστέρες | |
| γενική | τῆς | γαστρός & ποιητικό: γαστέρος |
τῶν | γαστέρων | |
| δοτική | τῇ | γαστρῐ́ & ποιητικό: γαστέρῐ |
ταῖς | γαστρᾰ́σῐ(ν) & ιωνικός γαστῆρσῐ | |
| αιτιατική | τὴν | γαστέρᾰ | τὰς | γαστέρᾰς | |
| κλητική ὦ! | γαστήρ* | γαστέρες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαστέρε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | γαστέροιν | |||
| * Η δοτική ενικού, όπως η ονομαστική (διαφορετικά από τα άλλα συγκοπτόμενα όπου είναι όμοια με το αδύνατο θέμα). | |||||
| 3η κλίση, συγκοπτόμενα, Κατηγορία 'γαστήρ' όπως «γαστήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαστήρ < → λείπει η ετυμολογία
- Συγγενή: γέμω, γάστρα και γέντα (έντερα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαστήρ θηλυκό
- (ανατομία) η κοιλιά, η γαστέρα
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ καρδίης, (De corde), κεφ. 4, @scaife.perseus
- Περὶ δὲ οὗ ὁ λόγος, ἡ καρδίη μῦς ἐστι κάρτα ἰσχυρὸς, οὐ τῷ νεύρῳ, ἀλλὰ πιλήματι σαρκός. Καὶ δύο γαστέρας ἔχει διακεκριμένας ἐν ἑνὶ περιβόλῳ, τὴν μὲν ἔνθα, τὴν δὲ ἔνθα·
- ΣτΕ: Ο Ἱπποκράτης κάνει μία περιγραφή της καρδιάς.
- Περὶ δὲ οὗ ὁ λόγος, ἡ καρδίη μῦς ἐστι κάρτα ἰσχυρὸς, οὐ τῷ νεύρῳ, ἀλλὰ πιλήματι σαρκός. Καὶ δύο γαστέρας ἔχει διακεκριμένας ἐν ἑνὶ περιβόλῳ, τὴν μὲν ἔνθα, τὴν δὲ ἔνθα·
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ καρδίης, (De corde), κεφ. 4, @scaife.perseus
- η επιθυμία για φαγητό
- η μήτρα
- Ἡσαΐα χόρευε, ἡ Παρθένος ἔσχεν ἐν γαστρί, καὶ ἔτεκεν υἱὸν τὸν Ἐμμανουήλ, Θεόν τε καὶ ἄνθρωπον (ψαλμός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται grc)
Πηγές
[επεξεργασία]- γαστήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γαστήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά συγκοπτόμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)