γαστρίον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γαστρίον < γάστρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίον ή υποκοριστικό του γαστήρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαστρίον ουδέτερο
- (γαστρονομία) το λουκάνικο
- υποκοριστικό του γάστρα
Πηγές[επεξεργασία]
- γαστρίον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γαστρίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.