γαστριδίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαστριδίωση | οι | γαστριδιώσεις |
γενική | της | γαστριδίωσης* | των | γαστριδιώσεων |
αιτιατική | τη | γαστριδίωση | τις | γαστριδιώσεις |
κλητική | γαστριδίωση | γαστριδιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γαστριδιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαστριδίωση < γαστρίδιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαστριδίωση θηλυκό
- η διεργασία κατά την οποία ένα πρώιμο έμβρυο μεταζώου (βλαστίδιο) μετατρέπεται σε γαστρίδιο παράγοντας 2-3 είδη βλαστικών δερμάτων, (εξώδερμα, ενδόδερμα και ενίοτε μεσόδερμα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Gastrulation στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαστριδίωση