γατονουρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γατονουρά θηλυκό
- η γατοουρά, κάτι ασήμαντο (όπως λέμε "έσταξε η ουρά του γαϊδάρου")
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γατονουρά
|