γαυλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γαυλός < αβέβ. ετυμ. ίσως φοινικικής προέλευσης, μάλλον από το γαῦλος, τα στρογγυλά φοινικικά πλοία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαυλός αρσενικό