γαϊδουρολάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαϊδουρολάτης < γαϊδούρ(ι) + -ο- + -λάτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαϊδουρολάτης αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ονηγός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαϊδουρολάτης
|