γαϊτανωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαϊτανωτός < μεσαιωνική ελληνική γαϊτανωτός < γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν)
Επίθετο[επεξεργασία]
γαϊτανωτός, -ή, -ό
- (παρωχημένο) στολισμένος ή κεντημένος με γαϊτάνι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γαϊτάνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαϊτανωτός
|