γαῖα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γαία, Γαία, Γαΐα, Γάϊα, Γάια, Γαῖα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         ενικός     πληθυντικός  
διαλεκτικοί τύποι
ονομαστική γαῖ αἱ γαῖαι
      γενική τῆς γαίᾱς γαίης τῶν γαιῶν
      δοτική τῇ γαί γαίῃ ταῖς γαίαις
    αιτιατική τὴν γαῖᾰν τὰς γαίᾱς
     κλητική ! γαῖ γαῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γαῖ
γεν-δοτ τοῖν  γαίαιν
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν)
δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαῖα < αβέβαιης ετυμολογίας όπως και ο άλλος τύπος με την ίδια έννοια: (το αἶα). Η ετυμολόγηση από το γίγνομαι θεωρείται αβέβαιη και εικάζεται ότι η ρίζα είναι προελληνική.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαῖα θηλυκό

  1. ομηρικός και ποιητικός τύπος της λέξης γῆ\γᾶ. έδαφος, χώμα, πατρίδα, γη
    φεύγωμεν σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
    ἐμοῦ θανόντος γαῖα μειχθήτω πυρί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]