γγαστρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γγαστρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γγαστρώνω
- θα γγαστρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γγαστρώνω