γδέρνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γδέρνομαι < παθητική φωνή του ρήματος γδέρνω

Ρήμα[επεξεργασία]

γδέρνομαι

→ δείτε τη λέξη γδέρνω