γδικημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γδικημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γδικιέμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
γδικημένος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που τον έχουν εκδικηθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γδικημένος
→ δείτε τη λέξη εκδικημένος |