γειτονιά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γειτονιά | οι | γειτονιές |
γενική | της | γειτονιάς | των | γειτονιών |
αιτιατική | τη | γειτονιά | τις | γειτονιές |
κλητική | γειτονιά | γειτονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γειτονιά < αρχαία ελληνική γειτονία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝi.toˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γει‐το‐νιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γειτονιά θηλυκό
- το σύνολο από γειτονικά σπίτια, το οποίο αποτελεί τμήμα της συνοικίας
- ≈ συνώνυμα: μαχαλάς
- ※ Πιο κάτω, στην οδό Π. Τσαλδάρη 34, ένα από τα ωραία μικρά σπίτια της γειτονιάς με μια εξώθυρα που σε κάνει να σταματήσεις και να τη θαυμάσεις, έχει βάλει αγγελτήριο ανέγερσης νέας οικοδομής.
- Νίκος Βατόπουλος, Ενας κόσμος αποκαθηλωμένος στη Δάφνη, Η Καθημερινή, 24 Σεπτεμβρίου 2023
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των ανθρώπων που κατοικούν σε γειτονικά σπίτια
- (μεταφορικά) το σύνολο όμορων χωρών
- (σε γενική, ως χαρακτηρισμός) της γειτονιάς : περιφερειακός, συνοικιακός
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)