γειωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γειωμένος η γειωμένη το γειωμένο
      γενική του γειωμένου της γειωμένης του γειωμένου
    αιτιατική τον γειωμένο τη γειωμένη το γειωμένο
     κλητική γειωμένε γειωμένη γειωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γειωμένοι οι γειωμένες τα γειωμένα
      γενική των γειωμένων των γειωμένων των γειωμένων
    αιτιατική τους γειωμένους τις γειωμένες τα γειωμένα
     κλητική γειωμένοι γειωμένες γειωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

γειωμένος

  1. που πλέον βρίσκεται στη γη
  2. κύκλωμα ή συσκευή που έχει γειωθεί ηλεκτρικά
  3. (μεταφορικά) μετρημένος και λογικός
  4. (μεταφορικά) αυτός που κάτι "του έκοψε την φόρα"/"του έκοψε τα φτερά"/τον ξενέρωσε




Μεταφράσεις[επεξεργασία]