γελάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γελάδα | οι | γελάδες |
γενική | της | γελάδας | των | γελάδων |
αιτιατική | τη | γελάδα | τις | γελάδες |
κλητική | γελάδα | γελάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γελάδα < αγελάδα, χωρίς το αρχικό άτονο φωνήεν
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γελάδα θηλυκό
- η αγελάδα
- (μεταφορικά) ανόητη γυναίκα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζώο
→ δείτε τη λέξη αγελάδα |