γελάδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γελάδι τα γελάδια
      γενική του γελαδιού των γελαδιών
    αιτιατική το γελάδι τα γελάδια
     κλητική γελάδι γελάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γελάδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γελάδιν < υποκοριστικό του αγελάδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γελάδι ουδέτερο

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) ταύρος ή αγελάδα
    Τα γελάδια έβοσκαν στον κάμπο.
  2. (υβριστικό) ηλίθιος, ανόητος, βλάκας
    Τι κάνεις και κοιτάς σαν γελάδι, άντε πήγαινε απ᾿ εδώ!
     συνώνυμα: βόδι, μοσχάρι, χάνος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • γελάδιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)