γελάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γελάδι | τα | γελάδια |
γενική | του | γελαδιού | των | γελαδιών |
αιτιατική | το | γελάδι | τα | γελάδια |
κλητική | γελάδι | γελάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γελάδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γελάδιν < υποκοριστικό του αγελάδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γελάδι ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό) ταύρος ή αγελάδα
- ↪ Τα γελάδια έβοσκαν στον κάμπο.
- (υβριστικό) ηλίθιος, ανόητος, βλάκας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- γελάδι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)