γελάσας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
γελασᾰντ- | |||||||
ονομαστική | ὁ | γελάσᾱς | ἡ | γελάσᾱσᾰ | τὸ | γελᾶσᾰν | |
γενική | τοῦ | γελάσᾰντος | τῆς | γελασᾱ́σης | τοῦ | γελάσᾰντος | |
δοτική | τῷ | γελάσᾰντῐ | τῇ | γελασᾱ́σῃ | τῷ | γελάσᾰντῐ | |
αιτιατική | τὸν | γελάσᾰντᾰ | τὴν | γελάσᾱσᾰν | τὸ | γελᾶσᾰν | |
κλητική ὦ! | γελάσᾱς | γελάσᾱσᾰ | γελᾶσᾰν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | γελάσᾰντες | αἱ | γελάσᾱσαι | τὰ | γελάσᾰντᾰ | |
γενική | τῶν | γελασᾰ́ντων | τῶν | γελασᾱσῶν | τῶν | γελασᾰ́ντων | |
δοτική | τοῖς | γελάσᾱσῐ(ν) | ταῖς | γελασᾱ́σαις | τοῖς | γελάσᾱσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | γελάσᾰντᾰς | τὰς | γελασᾱ́σᾱς | τὰ | γελάσᾰντᾰ | |
κλητική ὦ! | γελάσᾰντες | γελάσᾱσαι | γελάσᾰντᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γελάσᾰντε | τὼ | γελασᾱ́σᾱ | τὼ | γελάσᾰντε | |
γεν-δοτ | τοῖν | γελάσᾰ́ντοιν | τοῖν | γελασᾱ́σαιν | τοῖν | γελασᾰ́ντοιν | |
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «λύσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
[επεξεργασία]γελάσας, -ασα, -αν
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λύσας' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'νικήσας' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λύσας' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)