γελοίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γελοίος | η | γελοία | το | γελοίο |
γενική | του | γελοίου | της | γελοίας | του | γελοίου |
αιτιατική | τον | γελοίο | τη | γελοία | το | γελοίο |
κλητική | γελοίε | γελοία | γελοίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γελοίοι | οι | γελοίες | τα | γελοία |
γενική | των | γελοίων | των | γελοίων | των | γελοίων |
αιτιατική | τους | γελοίους | τις | γελοίες | τα | γελοία |
κλητική | γελοίοι | γελοίες | γελοία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γελοίος < αρχαία ελληνική γελοῖος
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γελοίος, -α, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- γελοιογραφία
- γελοιογραφικός
- γελοιογράφος
- γελοιογραφώ, γελοιογραφούμαι
- γελοιοποίηση
- γελοιοποιώ, γελοιοποιούμαι