γελοιογράφος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | γελοιογράφος | γελοιογράφοι |
γενική | γελοιογράφου | γελοιογράφων |
αιτιατική | γελοιογράφο | γελοιογράφους |
κλητική | γελοιογράφε | γελοιογράφοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γελοιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- ο δημιουργός σκίτσων που σατιρίζουν την επικαιρότητα και δημοσιεύονται στον τύπο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γελοιογράφος