γελοιοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γελοιοποιημένος η γελοιοποιημένη το γελοιοποιημένο
      γενική του γελοιοποιημένου της γελοιοποιημένης του γελοιοποιημένου
    αιτιατική τον γελοιοποιημένο τη γελοιοποιημένη το γελοιοποιημένο
     κλητική γελοιοποιημένε γελοιοποιημένη γελοιοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γελοιοποιημένοι οι γελοιοποιημένες τα γελοιοποιημένα
      γενική των γελοιοποιημένων των γελοιοποιημένων των γελοιοποιημένων
    αιτιατική τους γελοιοποιημένους τις γελοιοποιημένες τα γελοιοποιημένα
     κλητική γελοιοποιημένοι γελοιοποιημένες γελοιοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γελοιοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γελοιοποιώ

Μετοχή[επεξεργασία]

γελοιοποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]