γελοιοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γελοιοποιούμαι < παθητική φωνή του γελοιοποιώ < γελοίος + ποιώ

γελοιοποιούμαι

  1. Γίνομαι περίγελος, φαίνομαι γελοίος, εξευτελίζομαι
    Μετά και το τελευταίο σκάνδαλο, γελοιοποιήθηκε κάθε έννοια αξιοκρατίας στο δημόσιο.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]