γενειάσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

γενειάσκω

  • μορφή του γενειάζω, όμως με τη λίγο ειδικότερη σημασία ότι τώρα αρχίζω να βγάζω γένια