γενεσιουργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενεσιουργία οι γενεσιουργίες
      γενική της γενεσιουργίας των γενεσιουργιών
    αιτιατική τη γενεσιουργία τις γενεσιουργίες
     κλητική γενεσιουργία γενεσιουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενεσιουργία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γενεσιουργία < γενεσιουργός < αρχαία ελληνική γένεσις (< γίγνομαι) + ἔργον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣe.ne.si.uɾˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐νε‐σι‐ουρ‐γί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γενεσιουργία θηλυκό

  1. δημιουργία
  2. πλάση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]