Μετάβαση στο περιεχόμενο

γενεσιουργός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενεσιουργός η γενεσιουργός
& γενεσιουργή
το γενεσιουργό
      γενική του γενεσιουργού της γενεσιουργού
& γενεσιουργής
του γενεσιουργού
    αιτιατική τον γενεσιουργό τη γενεσιουργό
& γενεσιουργή
το γενεσιουργό
     κλητική γενεσιουργέ γενεσιουργέ
& γενεσιουργή
γενεσιουργό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενεσιουργοί οι γενεσιουργοί
& γενεσιουργές
τα γενεσιουργά
      γενική των γενεσιουργών των γενεσιουργών των γενεσιουργών
    αιτιατική τους γενεσιουργούς τις γενεσιουργούς
& γενεσιουργές
τα γενεσιουργά
     κλητική γενεσιουργοί γενεσιουργοί
& γενεσιουργές
γενεσιουργά
ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γενεσιουργός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γενεσιουργός < γένεσι(ς) + -ουργός (< γίγνομαι) + ἔργον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣe.ne.si.uɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γενεσιουργός

Επίθετο

[επεξεργασία]

γενεσιουργός, -ός/-ή, -ός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]