γενική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γενική | οι | γενικές |
γενική | της | γενικής | των | γενικών |
αιτιατική | τη | γενική | τις | γενικές |
κλητική | γενική | γενικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενική < θηλυκό του γενικός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γενική θηλυκό
- (γραμματική) μια από τις πτώσεις των ονομάτων· χρησιμοποιείται ως αντικείμενο διαφόρων ρημάτων ή ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός με χαρακτηριστική περίπτωση τη δήλωση του κτήτορα· χρησιμοποιείται επίσης για τη δηλωση επιρρηματικών προσδιορισμών και μετά από συγκεκριμένες προθέσεις
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γενική
- συγκεντρωτική, αόριστη, ασαφής
- αναφερόμενη σε υπηρεσία έχει την έννοια της προϊσταμένης ή περιφερειακής αρχής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)