γενική έννοια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενική έννοια < γενικός + έννοια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γενική έννοια θηλυκό

(Ο ορισμός έχει διεθνώς τυποποιηθεί με το πρότυπο ISO 1087-1:2000)
Σημειώσεις
Παραδείγματα γενικών εννοιών
«φιλόσοφος», «πανεπιστήμιο», «φυσικός αριθμός» - Αντίστοιχες κατασημάνσεις (όροι): φιλόσοφος, πανεπιστήμιο, φυσικός αριθμός.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]