γενικολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενικολογία οι γενικολογίες
      γενική της γενικολογίας των γενικολογιών
    αιτιατική τη γενικολογία τις γενικολογίες
     κλητική γενικολογία γενικολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενικολογία < γενικόλογος + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γενικολογία θηλυκό

  1. η γενική και αόριστη αναφορά σε ένα θέμα
    άσε τις γενικολογίες και πες μας συγκεκριμένα τι πρέπει να κάνουμε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]