γενικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γενικότης | αἱ | γενικότητες | ||||
γενική | τῆς | γενικότητος | τῶν | γενικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | γενικότητι | ταῖς | γενικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | γενικότητα | τὰς | γενικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | γενικότης | γενικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γενικότης θηλυκό