γενιτσαρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γενιτσαρισμός οι γενιτσαρισμοί
      γενική του γενιτσαρισμού των γενιτσαρισμών
    αιτιατική τον γενιτσαρισμό τους γενιτσαρισμούς
     κλητική γενιτσαρισμέ γενιτσαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενιτσαρισμός < γενίτσαρ(ος) + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γενιτσαρισμός αρσενικό

  1. (ιστορία) (Τουρκοκρατία) η στρατολόγηση γενιτσάρων
  2. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) συμπεριφορά και ενέργειες που περιέχουν το στοιχείο του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και της αντεκδίκησης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]