γεννάτωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γεννάτωρ | οἱ | γεννάτορες |
γενική | τοῦ | γεννάτορος | τῶν | γεννατόρων |
δοτική | τῷ | γεννάτορῐ | τοῖς | γεννάτορσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | γεννάτορᾰ | τοὺς | γεννάτορᾰς |
κλητική ὦ! | γεννᾶτορ | γεννάτορες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γεννάτορε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γεννατόροιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γεννάτωρ-ορος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτήτωρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κτήτωρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κτήτωρ' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Δωρική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)