γεννήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

γεννήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γεννώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεννώ
  3. θα γεννήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεννώ