γεννήτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεννήτρα οι γεννήτρες
      γενική της γεννήτρας
    αιτιατική τη γεννήτρα τις γεννήτρες
     κλητική γεννήτρα γεννήτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεννήτρα < γεννώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεννήτρα θηλυκό

  1. (μεταφορικά) αυτή που γεννάει, μάνα
    Βραχότοπος, μα ξακουστή παλληκαριών γεννήτρα. Δεν είδα απ’ την πατρίδα μου γλυκύτερο στον κόσμο. (Μετάφραση του Ζήσιμου Σιδέρη των στίχων της Οδύσσειας, ι 27-28)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]