γενναία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενναία < γενναίος
Επίρρημα[επεξεργασία]
γενναία
- με γενναιότητα
- πολέμησαν γενναία αλλά ηττήθηκαν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γενναία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γενναίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γενναίος