γενναίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενναίως < γενναῖο(ς) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

γενναίως, συγκριτικός:γενναιoτέρως, υπερθετικός: γενναιότατα

Πηγές[επεξεργασία]