γενναιοψυχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενναιοψυχία οι γενναιοψυχίες
      γενική της γενναιοψυχίας
    αιτιατική τη γενναιοψυχία τις γενναιοψυχίες
     κλητική γενναιοψυχία γενναιοψυχίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενναιοψυχία < επίθετο γενναιόψυχος, αναλύεται γενναί(ος) + -ο- + -ψυχία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γενναιοψυχία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]