γενναιόψυχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενναιόψυχος η γενναιόψυχη το γενναιόψυχο
      γενική του γενναιόψυχου της γενναιόψυχης του γενναιόψυχου
    αιτιατική τον γενναιόψυχο τη γενναιόψυχη το γενναιόψυχο
     κλητική γενναιόψυχε γενναιόψυχη γενναιόψυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενναιόψυχοι οι γενναιόψυχες τα γενναιόψυχα
      γενική των γενναιόψυχων των γενναιόψυχων των γενναιόψυχων
    αιτιατική τους γενναιόψυχους τις γενναιόψυχες τα γενναιόψυχα
     κλητική γενναιόψυχοι γενναιόψυχες γενναιόψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενναιόψυχος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική γενναιόψυχος[1] < γενναί(ος) + -ό- + -ψυχος

Επίθετο[επεξεργασία]

γενναιόψυχος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενναιόψυχος < (γενναῖ(ος) + -ό- + -ψυχος

Επίθετο[επεξεργασία]

γενναιόψυχος

  1. που έχει ευγενική ψυχή
    χρειάζεται παράθεμα 12ος αιώνας Ευστάθιος θεσσαλονίκης, Πονημάτιον|78.72
  2. γενναίος, που διακρίνεται για τη γενναιότητά του

Πηγές[επεξεργασία]