γενναῖος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γενναῖος
- ο γεννικός, από καλή, πλούσια γενιά αριστοκρατών ή από κάποιον που είχε καταφέρει να ξεχωρίσει δίχως να είναι πλούσιος
- ο δυνατός
- ο υψηλόφρων