Μετάβαση στο περιεχόμενο

γενναῖος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Γενναῖος, γενναίος, Γενναίος
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γενναῖος γενναί
& γενναῖος
τὸ γενναῖον
      γενική τοῦ γενναίου τῆς γενναίᾱς
& γενναίου
τοῦ γενναίου
      δοτική τῷ γενναί τῇ γενναί
& γενναί
τῷ γενναί
    αιτιατική τὸν γενναῖον τὴν γενναίᾱν
& γενναῖον
τὸ γενναῖον
     κλητική ! γενναῖε γενναί
& γενναῖε
γενναῖον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γενναῖοι αἱ γενναῖαι
& γενναῖοι
τὰ γενναῖ
      γενική τῶν γενναίων τῶν γενναίων
& γενναίων
τῶν γενναίων
      δοτική τοῖς γενναίοις ταῖς γενναίαις
& γενναίοις
τοῖς γενναίοις
    αιτιατική τοὺς γενναίους τὰς γενναίᾱς
& γενναίους
τὰ γενναῖ
     κλητική ! γενναῖοι γενναῖαι
& γενναῖοι
γενναῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γενναίω τὼ γενναί
& γενναίω
τὼ γενναίω
      γεν-δοτ τοῖν γενναίοιν τοῖν γενναίαιν
& γενναίοιν
τοῖν γενναίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γενναῖος < γέννα (γένος, προέλευση) + -ιος.[1] Συγγενή ομόρριζα:  δείτε τη λέξη γένος, γίγνομαι και γόνος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: γενναίος

Επίθετο

[επεξεργασία]

γενναῖος, -α, -ον & -ος, -ος, -ον

  1. ευγενικής καταγωγής, από καλή, πλούσια γενιά αριστοκρατών
     αντώνυμα: ἀγεννής
  2. (για ζώα) καλοθρεμμένος
  3. (για πράγματα) εξαιρετικός
  4. υψηλόφρων
     αντώνυμα: ἀγεννής
  5. έντονος, μεγάλος, δυνατός (όπως για σεισμό)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

με γενναι(ο)-

 και δείτε τη λέξη γεννάω με γενν-, & ομόρριζα γεν- γένος, γον- γόνος & γίγνομαι, γνήσιος

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. γενναίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.