γεννηθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεννηθείς, λόγια μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος γεννιέμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
γεννηθείς, -είσα, -έν
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γεννηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεννιέμαι
- θα γεννηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεννιέμαι