γεννητός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

{λείπει η κλίση|grc}}

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεννητός < γεννάω γεννη- + -τός

Επίθετο

[επεξεργασία]

γεννητός, ή, όν

  1. που γεννήθηκε με φυσικό τρόπο, ο θνητός
    ※  οὕτως ἀποτελεῖσθαι πᾶν: οὗ δ᾽ ἂν εἰς γεγονός, γεννητῷ παραδείγματι προσχρώμενος, οὐ καλόν (Πλάτων)
     αντώνυμα: ποιητός
  2. (στον Αριστοτέλη) που μπορεί να αναπαραχθεί
     αντώνυμα: φθαρτός
  3. που έχει γεννηθεί
     αντώνυμα: ἀγέννητος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • ο γενητός ( < γένεσις) ), εκείνος που έχει αρχή και τέλος, σε αντιδιαστολη προς το αιώνιο ( → και δείτε τη λέξη γένεσις