γεννητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]{λείπει η κλίση|grc}}
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γεννητός, ή, όν
- που γεννήθηκε με φυσικό τρόπο, ο θνητός
- (στον Αριστοτέλη) που μπορεί να αναπαραχθεί
- που έχει γεννηθεί
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ο γενητός ( < γένεσις) ), εκείνος που έχει αρχή και τέλος, σε αντιδιαστολη προς το αιώνιο ( → και δείτε τη λέξη γένεσις
Πηγές
[επεξεργασία]- γεννητός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γεννητός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.