γενοκτονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενοκτονία < γένος + -ο- + -κτονία (< κτείνω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική génocide < αγγλική genocide. Ο αρχικός αγγλικός όρος δημιουργήθηκε από τον Πολωνοεβραίο νομικό en:Raphael Lemkin (1900–1959), για να περιγράψει τα εγκλήματα των ναζί εναντίον των Εβραίων με το ολοκαύτωμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γενοκτονία θηλυκό
- η συστηματική, σκόπιμη και μαζική εξόντωση και αφανισμός ενός ολόκληρου έθνους ή φυλετικής ομάδας (με δολοφονίες, πρόκληση σωματικών ή ψυχικών τραυμάτων, εμποδισμό των γεννήσεων, εκτοπισμό κ.ά.)
- Για παράδειγμα, το Ολοκαύτωμα των Εβραίων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελεί το πλέον τρανταχτό παράδειγμα γενοκτονίας, ενώ τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ερμηνεύονται από αρκετούς ως εθνοκάθαρση. Επιπλέον, τα όρια είναι δυσδιάκριτα και λεπτά, με μια ακόμη έννοια, αυτή της νομικής: ο ένας όρος, η «γενοκτονία», συνιστά συγκεκριμένο έγκλημα του διεθνούς ποινικού δικαίου, ενώ ο όρος «εθνοκάθαρση» δεν έχει λάβει ακόμη μια ρητή νομική αναγνώριση. (*)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κτονία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)